μακρυνίσκω

μακρυνίσκω
(Μ μακρυνίσκω)
μακρύνω, επιμηκύνω
μσν.
1. παρατείνω, καθυστερώ κάτι
2. (αμτβ.) δείχνω αναβλητικότητα, καθυστερώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τού μακρύνω + θαμιστ. κατάλ. -ίσκω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μακρύσιν — μακρύσιν, τὸ (Μ) μακρύ ξύλο, κυρίως το μακρύτερο από τα δύο ξύλα τού σταυρού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για ουσιαστικοποιημένο απρμφ. μέλλ. *μακρύσειν τού μακρύνω / μακρυνίσκω (πρβλ. κοντώσιν / κοντύσιν)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”